ἀπλανής

ἀπλανής
ἀπλανής, ές, gen. οῦς adj. (πλάνης ‘wanderer’; since Pla., Aristot., also EpArist 2; Philo; Jos., Ant. 20, 261; Tat. 9, 2; Ath. 6, 3) pert. to not straying from an established or recognized course, unerring, undeviating, correct τὴν ἀπλανῆ θεοσέβειαν faultless worship of God AcPlCor 2:10.—DELG s.v. πλανάομαι.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπλανής — not wandering masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απλανής — ές (AM ἀπλανής) [πλανώμαι] 1. αυτός που δεν κινείται, σταθερός 2. αστρον. (για αστέρια) αυτός που διατηρεί σταθερή θέση μέσα στο στερέωμα μσν. εκείνος που δεν πέφτει σε πλάνη, ο αλάνθαστος …   Dictionary of Greek

  • απλανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ακίνητος, σταθερός: Είχε βλέμμα απλανές· (αστρον.), «απλανείς αστέρες», αυτοί που κρατούν τη θέση τους σταθερή στον ουράνιο θόλο (σ αντίθεση με τους πλανήτες που αλλάζουν θέση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπλανῆ — ἀπλανής not wandering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπλανής not wandering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπλανής not wandering masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλανεστάτων — ἀπλανής not wandering fem gen superl pl ἀπλανής not wandering masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλανεῖ — ἀπλανής not wandering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπλανής not wandering masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλανεῖς — ἀπλανής not wandering masc/fem acc pl ἀπλανής not wandering masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλανέα — ἀπλανής not wandering neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀπλανής not wandering masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλανές — ἀπλανής not wandering masc/fem voc sg ἀπλανής not wandering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλανέστατον — ἀπλανής not wandering masc acc superl sg ἀπλανής not wandering neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλανεστάτη — ἀπλανής not wandering fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”